-
1 imleme
σημείωση, σημάδεμα -
2 annotation
σημείωση -
3 anotace
σημείωση -
4 glosa
σημείωση -
5 заметка
заметк||аж1. (отметка, знак) τό σημάδι:делать \заметкаи на дереве κάνω σημάδια στό δέντρο·2. (запись) ἡ σημείωση:\заметка на полях σημείωση στό περιθώριο·3. (печатная) ἡ μικρή είδηση, τό ἀρθράκι, τό σημείωμα:газетная \заметка τό δημοσίευμα, τό σχόλιο· \заметкаи о Пу́шкине ἀρθρα γιά τόν Ποῦσκιν ◊ взять на \заметкау разг κρατώ σημείωση, σημειώνω κάτι· путевые \заметкаи οἱ ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις. -
6 фиксация
1. (закрепление) η στερέωση, το φιξάρισμα (ξεν.) 2. хим. о ορισμός, η δέσμευση 3. кфт. η σημείωσηη αναφοράдиодная - (тлв.) διοδική -отрицательная - (тлв.) αρνητική -положительная - (тлв.) θετική -4. (запись, отметка, регистрация) η σημείωση, το σημείωμα 5. биол. о προσδιορισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фиксация
-
7 заметка
заметка ж 1) το σημείω μα, η σημείωση делать \заметкаи κρατώ σημειώσεις 2) (газет ноя ) το άρθρο* * *ж1) το σημείωμα, η σημείωσηде́лать заме́тки — κρατώ σημειώσεις
2) ( газетная) το άρθρο -
8 примечание
примечание с η παρατήρηση, η σημείωση· το σχόλιο (комментарий)* * *сη παρατήρηση, η σημείωση; το σχόλιο ( комментарий) -
9 помета
помет||аж1. τό σημάδι, ἡ σημείωση:\помета на полях ἡ σημείωση στό περιθώριο· 2.:грамматические (стилистические) \пометаы τά γραμματικά (στυλιστικά) σημεία. -
10 заметка
заметка 1-и θ.1. σημάδι, σημείο.2. σημείωση•путевые заметки ταξιδιωτικές (γραπτές) εντυπώσεις.
|| ανακοίνωση (με τον τύπο). || αρθρίδιο, πλαγιότιτλο•газетная заметка αρθρίδιο εφημερίδας.
εκφρ.брать (взять) на -у – παίρνω (κρατώ) υπο σημείωση, λαβαίνω υπ’ όψη•на -е быть – παλ. βλ. замечание.заметка 2-и θ. (ραπτ.) τρύπωμα. -
11 записка
-и θ.1. σημείωμα, γραμματάκι•памятная записка μνημονικό σημείωμα•
служебная υπηρεσιακό σημείωμα•
любовная записка ερωτική επιστολή, ραβασάκι.
2. σημείωση•объяснительная записка επεξηγηματική σημείωση•
докладная υπόμνημα.
3. πλθ. -и παρατηρήσεις, αναμνήσεις•путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις.
(φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις.4. πλθ. απομνημονεύματα. -
12 нанесение
-я ουδ.1. άλειψη, άλειμμα.2. (επι)σημείωση, σημάδεμα•нанесение болот на карте η σημείωση των βάλτων στο χάρτη.
3. προξένηση• нанесениеущерба προξένηση βλάβης.4. καταφορά•ударов καταφορά χτυπημάτων.
|| επιφορά•обиды (оскорбления) προσβολή.
-
13 примечание
-я ουδ.παρατήρηση, επεξήγηση• σημείωση•подстрочное примечание σημείωση κάτω από τη σειρά•
-я на полях книги παρατηρήσεις στο περιθώριο του βιβλίου.
|| κρίση, κριτική, σχόλιο (λογοτεχνικού ήάλλου έργου)•-я к риторике аристотеля σχόλιο για τη ρητορική του Αριστοτέλη.
-
14 заметка
1. (знак, отметка) το σημάδι 2. (запись, сообщение) η σημείωση, το σημείωμα 3. (печатная) το δημοσίευμα, το σχόλιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметка
-
15 индексация шрифтов
полигр. η σημείωση/ταξινόμηση των στοιχείων/γραμμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индексация шрифтов
-
16 помета
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помета
-
17 простановка размеров
(на чертеже) η σημείωση/αναγραφή των διαστάσεων (στο σχέδιο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простановка размеров
-
18 разметка
1. (действие) το σημάδεμα, η σημείωση, η χάραξητο μαρκάρισμα2. (знак, метка) το σημάδι, το σημείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разметка
-
19 ремарка
η παρατήρηση, η σημείωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремарка
-
20 значок
значок м 1) το σήμα 2) (пометка) το σημείωμα, η ση μείωση* * *м1) το σήμα2) ( пометка) το σημείωμα, η σημείωση
См. также в других словарях:
σημείωση — η 1. τοποθέτηση κάποιου σημείου, σημάδεμα: Δεν έγινε σωστή σημείωση όλων των λαθών. 2. φρ., πρόχειρο γράψιμο: Οι φοιτητές κατά τη διάρκεια του μαθήματος κρατούν σημειώσεις. 3. σημείωμα: Έχασε τις σημειώσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημείωση — η / σημείωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σημειῶ, ώνω] παρατήρηση, σχόλιο στο περιθώριο βιβλίου ή κάτω από το κείμενο νεοελλ. σημείωμα, σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών μσν. σφραγισμένο έγγραφο, διάταγμα μσν. αρχ. 1. δήλωση με κάποιο σημείο, γραπτή… … Dictionary of Greek
σημειώση — σημείωσις indication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημειώσῃ — σημειώσηι , σημείωσις indication fem dat sg (epic) σημειόω mark aor subj mid 2nd sg σημειόω mark aor subj act 3rd sg σημειόω mark fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος … Dictionary of Greek
παρασημείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παρασημειούμαι] σημείωση στο περιθώριο μσν. 1. σύντομη αναφορά, σημείωση 2. ημερομηνία, χρονολογία αρχ. 1. περίληψη στο περιθώριο και γενικά περίληψη λογαριασμών 2. περιληπτική έκθεση δικηγόρου, δικογραφία, προδικαστική απόφαση 3.… … Dictionary of Greek
υποσημείωση — η / ὑποσημείωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑποσημειῶ / ώνω] σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου αρχ. 1. πρόσθετη σημείωση 2. υπογραφή … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
αποσημείωση — η (Μ ἀποσημείωσις) νεοελλ. σημείωση μσν. καταγραφή … Dictionary of Greek